μεμορημένος

μεμορημένος
μορέω
make with pain and toil
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • μορώ — μορῶ, έω (Α) [μόρος] 1. κάνω κάτι με δυσκολία, με κόπο 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μορῆσαι μερίσαι» β) «ἐλθεῑν» γ) «μεμορημένον ησκημένον, πεπονημένον» («πυρός μεμορημένος» ψημένος στη φωτιά, Νικ. Αλεξ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”